- αμεύσιμος
- ἀμεύσιμος, -ον (Α) [ἀμεύομαι]πορεύσιμος, διαπερατός, διαβατός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμεύσιμος — passable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεύσιμον — ἀμεύσιμος passable masc/fem acc sg ἀμεύσιμος passable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμεύομαι — ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο) 1. ξεπερνώ, νικώ 2. διέρχομαι, διαπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη… … Dictionary of Greek